- επικάλυψις
- (-εως) η1) покрывание; прикрывание (сверху); 2) обшивка, обивка, облицовка (действие)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επικάλυψη — η (Α ἐπικάλυψις) [επικαλύπτω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επικαλύπτω, το σκέπασμα, το κρύψιμο 2. η επίστρωση μεταλλικής επιφάνειας με άλλο μέταλλο για προστασία από την οξείδωση … Dictionary of Greek